αεροφοβία

αεροφοβία
η Ιατρ.
παράλογος, υποχονδριακός φόβος απέναντι στα ρεύματα τού αέρα ή, γενικά, απέναντι στον ψυχρό αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. aerophobia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < aero- (< αήρ, -έρος) + -phobia (< -φοβία < φόβος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αερόφοβος — η, ο (Α ἀεροφόβος, ον) αυτός που πάσχει από αεροφοβία, που φοβάται τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + φοβοῦμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”